ανταρκτικός

ανταρκτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που βρίσκεται αντίκρυ από την άρκτο (το βοριά), ο νότιος: Ο νότιος πόλος λέγεται και ανταρκτικός.
2. το θηλ., Ανταρκτική ως κύρ. όν., σημαίνει τη γύρω από το νότιο πόλο ήπειρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνταρκτικός — antarctic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταρκτικός — ή, ό (Α ἀνταρκτικός, ή, όν) ο αντίθετος προς τον αρκτικό (πόλο, κύκλο, ζώνη), γενικότερα αυτός που ανήκει στο Νότιο Ημισφαίριο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Ανταρκτική η νοτιότερη ήπειρος της υδρογείου εκτείνεται σχεδόν συμμετρικά γύρω από τον Νότιο… …   Dictionary of Greek

  • ἀνταρκτικῶν — ἀνταρκτικός antarctic fem gen pl ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικόν — ἀνταρκτικός antarctic masc acc sg ἀνταρκτικός antarctic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῖς — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῦ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτική — ἀνταρκτικός antarctic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικήν — ἀνταρκτικός antarctic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικῷ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antarktika — Antarktika …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”